εὐτραφῇ — εὐτραφέω to be well nourished pres subj mp 2nd sg εὐτραφέω to be well nourished pres ind mp 2nd sg εὐτραφέω to be well nourished pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασαρκώ — κατασαρκῶ, όω (AM) κάνω κάποιον ευτραφή μσν. παθ. κατασαρκοῡμαι, όομαι γίνομαι αισθησιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκῶ «κάνω κάποιον ευτραφή» (< σάρξ)] … Dictionary of Greek
ίφιος — ἴφιος, ία, ον (Α) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴφιον ίφι (II)* 2. φρ. «ἴφια μῆλα» ευτραφή πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴφιον (τὸ) είναι παράλληλος τής λ. ἶφι (II) «μέτρο χωρητικότητας». Το ἴφιος, με τη δεύτερη σημ. < ἶφι «ισχυρά»] … Dictionary of Greek
ευτραφής — ές (ΑΜ εὐτραφής, ές) καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος αρχ. 1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη 2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές η ευτροφία. επίρρ... ευτραφώς (ΑΜ… … Dictionary of Greek
κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κωλάρα — η, και κώλαρος, ο εξογκωμένα ευτραφή οπίσθια, μεγάλος κώλος … Dictionary of Greek
λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… … Dictionary of Greek
πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην … Dictionary of Greek